Μυστράς: Η Βυζαντινή καστροπολιτεία της Λακωνίας (video)

Ο Μυστράς, γνωστός και ως Μυζηθράς στο Χρονικόν του Μορέως,ηταν μία οχυρωμένη ελληνική πόλη και πρώην δήμος (Δήμος Μυστρά) στη Λακωνία της Περιφέρειας Πελοποννήσου[1]. Ευρισκόμενος στον Ταΰγετο, κοντά στην αρχαία Σπάρτη, ο Μυστράς υπήρξε πρωτεύουσα του βυζαντινού Δεσποτάτου του Μυστρά τον 14ο και 15ο αιώνα, βιώνοντας μία περίοδο ευημερίας και πολιτιστικής άνθησης. Η περιοχή παρέμεινε κατοικημένη καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, όταν εσφαλμένα θεωρήθηκε από τους δυτικούς ταξιδιώτες ότι ήταν η αρχαία Σπάρτη. Τη δεκαετία του 1830, εγκαταλείφθηκε και χτίστηκε η νέα πόλη της Σπάρτης, περίπου 8 χιλιόμετρα ανατολικά.

Μετά τη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης το 2011 (πρόγραμμα «Καλλικράτης»), αποτελεί δημοτική ενότητα του δήμου Σπάρτης της Π.Ε. Λακωνίας[2]. Η δημοτική ενότητα έχει έκταση 131,95 τ. χλμ.
Ιστορία

Η ιστορία «της νεκρής πολιτείας» σήμερα του Μυστρά αρχίζει από τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Το 1249, ο πρίγκιπας των Φράγκων Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος έκτισε ισχυρό τείχος και κάστρο στην ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου, στην κορυφή ενός υψώματος με απότομη και κωνοειδή μορφή, που λεγόταν Μυστράς ή Μυζηθράς[3].

Το όνομα Μυστράς ή Μυζηθράς προϋπήρχε της ίδρυσης του κάστρου και ήταν η ονομασία με την οποία αποκαλούσε το βουνό ο τοπικός πληθυσμός πριν από το 1249. Μάλιστα, σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως, ο Γουλιέλμος ονόμασε το κάστρο Μυζηθράν, “διατί το κράζαν ούτως” («Βουνίν εύρε παράξενο, απόκομμα εις όρος. Κάστρον εποίκεν αφηρόν, Μυ(ζη)θράν ονομασέν το»). Η ονομασία σχετίζεται με τη μυζήθρα και, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, συνδέεται με το σχήμα του βουνού. Κατ’ άλλους, προέρχεται από το Μυζηθράς, το οποίο αποδίδεται στον κύριο της περιοχής (ως όνομα ή ως επάγγελμα).

Η οχύρωση του βουνού και η μετεξέλιξη του Μυστρά, κατά τους επόμενους δύο αιώνες (ύστερη βυζαντινή περίοδος), σε ισχυρό πολιτικό, στρατιωτικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο συνδέεται με την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τη Δ΄ Σταυροφορία (1204). Μετά από αυτή μετατοπίστηκε το ενδιαφέρον του Βυζαντίου προς τις δυτικές επαρχίες του. Η αλλαγή συνδέεται και με την εμπορική διείσδυση των ιταλικών πόλεων (Βενετίας, Γένοβα, Πίζας κ.ά.), η οποία αναβάθμισε τη σημασία των εμπορικών κέντρων και των ναυτικών σταθμών της Πελοποννήσου.

Στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν το 1204, έχοντας ως ηγέτη τους τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Ίδρυσαν το πριγκιπάτο της Αχαΐας (ή Μορέως), όμως κατόρθωσαν να επεκτείνουν τα όριά του ως τη νότια Πελοπόννησο μετά το 1248, όταν ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος κατέλαβε τη Μονεμβασιά. Η ίδρυση του κάστρου στον Μυστρά το 1249 σηματοδοτούσε την εδραίωση της κυριαρχίας τους στην Πελοπόννησο.

Ο Μυστράς, ένα απομονωμένο βουνό, ύψους 634 μ., ανήκει στον ορεινό όγκο του Ταΰγετου και αποτελεί μία πολύ ισχυρή στρατηγική θέση. Το ιδιόμορφο ανάγλυφο του βουνού, με τα δύο πλατώματα στην κορυφή (όπου χτίστηκε το κάστρο) και στη βόρεια ράχη (όπου βρίσκονται τα παλάτια και η πλατεία), οι απότομες και απρόκρημνες πλαγιές στη νότια και νοτιοανατολική πλευρά του, και η δυνατότητα εύκολης οχύρωσης των υπόλοιπων πλευρών, που ήθελε από εδώ να ελέγχει και τα ατίθασα σλαβικά φύλα της περιοχής (τους Μηλιγγούς), ήταν τα φυσικά πλεονεκτήματα αυτής της θέσης και ερμηνεύουν την επιλογή του Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου.
1259: Ο Μυστράς παραχωρείται στους Βυζαντινούς

Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, στην οποία συγκρούστηκε το πριγκιπάτο της Αχαΐας με την αυτοκρατορία της Νίκαιας, οι Φράγκοι ηττήθηκαν και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος συνέλαβε τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο. Ο τελευταίος, για να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του, παραχώρησε στο Βυζάντιο τα κάστρα της Μεγάλης Μαΐνης, της Μονεμβασιάς και του Μυστρά.

Μετά από το 1262, ο Μυστράς έγινε έδρα βυζαντινού στρατηγού, του «σεβαστοκράτορος», ο οποίος άλλαζε κάθε χρόνο και διοικούσε όλη την Πελοπόννησο. Από τότε άρχισε η κυρίως ιστορική περίοδος του Μυστρά, που διήρκεσε δύο αιώνες. Οι κάτοικοι της πεδιάδας άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους γύρω από το κάστρο, για να προστατευτούν από τις επιδρομές. Ο πληθυσμός αυξήθηκε ταχύτατα, δημιουργώντας μία νέα πόλη, που ονομάστηκε Χώρα και στη συνέχεια περιτειχίστηκε. Οι κάτοικοι που αναζητούσαν μόνιμη διαμονή συνέχιζαν να αυξάνουν, με αποτέλεσμα να κατοικηθεί και η περιοχή γύρω από το δεύτερο τείχος. Σταδιακά διαμορφώθηκε και η Κάτω Χώρα, η οποία επίσης περιτειχίστηκε. Την περίοδο αυτή ο Μυστράς γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Μεταφέρθηκε εκεί η έδρα της μητρόπολης Λακεδαιμονίας, χτίστηκε η μητρόπολη, η μονή των Αγίων Θεοδώρων, το Αφεντικό (Οδηγήτρια) και υπήρξε ιδιαίτερη πνευματική άνθηση.

Από το 1308 το σύστημα της διοικήσεως μεταβλήθηκε και ο τίτλος του στρατηγού έδωσε τη θέση του σε μόνιμους διοικητές. Πρώτος διοικητής ήταν ο Μιχαήλ Καντακουζηνός (απεβ. 1316) (1308-1316). Τον διαδέχτηκε ο Ανδρόνικος Ασάν (1316-1322).
Το Δεσποτάτο και η οθωμανική κατάκτηση
Τοιχογραφία από το ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας στο Μυστρά, που αναπαριστά τον δεσπότη Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο ως ηγεμόνα και μοναχό.

Το 1348 δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο του Μορέως, με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1349-1380), γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Τον διαδέχτηκαν ο αδερφός του Ματθαίος Καντακουζηνός (1380-1383) και ο γιος του Ματθαίου Δημήτριος Α΄ Καντακουζηνός (1383-1384). Ο τελευταίος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, όταν διεκδίκησε μεγαλύτερη ανεξαρτησία από την Κωνσταντινούπολη, και έδωσε τη θέση του στο γιο του αυτοκράτορα, Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο (1383-1407). Τα χρόνια που ακολούθησαν το δεσποτάτο επεκτάθηκε σε όλη την Πελοπόννησο, αναβαθμίζοντας την πολιτική, διοικητική και πνευματική σημασία του Μυστρά.

Το 1429 δημιουργήθηκε ένα δεύτερο δεσποτάτο στο Μοριά, με έδρα τη Γλαρέντζα, ηγέτης του οποίου ορίστηκε ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, ενώ το 1430 ιδρύθηκε και τρίτο, με έδρα τα Καλάβρυτα, με δεσπότη τον Θωμά Παλαιολόγο, αδερφό του Κωνσταντίνου και του Θεόδωρου Β΄ Παλαιολόγου, ο οποίος ήταν δεσπότης του Μυστρά την περίοδο 1407-1443. Το 1443 ο Κωνσταντίνος έγινε δεσπότης του Μυστρά, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1448, οπότε χρίστηκε αυτοκράτορας -ο τελευταίος- της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τελευταίος δεσπότης του Μυστρά ήταν ο Δημήτριος Παλαιολόγος (1449-1460).

Σοφοί, καλλιτέχνες και λόγιοι συγκεντρώνονταν στην αυλή του Δεσπότου, σπουδαιότερος και σημαντικότερος απ’ όλους ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων.

Τα χρόνια αυτά ο Μυστράς, και γενικότερα η Πελοπόννησος, γνώρισε μία νέα οθωμανική επιδρομή (1446), την εξέγερση των Αλβανών (1453), τις συναλλαγές των δεσποτών με τον Μωάμεθ Β’ για να καταπνιγούν οι στάσεις, τις εμφύλιες συγκρούσεις των δεσποτών και το διχασμό ανάμεσα στους δεσπότες που προσέβλεπαν προς τη Δύση και σ’ εκείνους που έδειχναν διάθεση συναλλαγής με τους Οθωμανούς.

Στις 30 Μαΐου του 1460, ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε χωρίς μάχη τον Μυστρά στους Οθωμανούς και προσκολλήθηκε στην αυλή του σουλτάνου.

Σχετικά